- πανσυδίῃ
- παν-συδίῃ (σεύω): with all haste.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
πανσυδίῃ — indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσυδίηι — πανσυδίῃ , πανσυδίῃ indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσυδίᾳ — πανσυδίῃ doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πασσυδίᾳ — πανσυδίῃ doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσυδί — και πασσυδί και πανσυδεί και πασσυδεί και πανσυδία, επικ. τ. πανσυδίη και, κατά δ. γρφ., πασσυδίη και πανσυδίην, και πασσυδίην Α επίρρ. 1. με όλες τις δυνάμεις («ὁρῶν ἐκβοηθοῡντας καὶ τοὺς ἄλλους πασσυδί, ἐκβοηθεῑ καὶ αὐτός», Ξεν.) 2. παντελώς 3 … Dictionary of Greek
πανσυδίαι — πανσυδίᾳ , πανσυδίῃ doric (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)